- ἱπποστάσιον
- ἱπποστάσιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱπποστασίοις — ἱπποστάσιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστασίου — ἱπποστάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστασίῳ — ἱπποστάσιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστάσια — ἱπποστάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποστάσιο — το (Α ιπποστάσιον) τόπος όπου διαμένουν ίπποι ή άλλα υποζύγια, στάβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι + κατάλ. σιο), πρβλ. βου στά σιο, εργο στά σιό] … Dictionary of Greek
ἱπποστασίων — ἱππόστασις stable fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἱπποστάσιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)